- προτέρως
- Μεπίρρ. βλ. πρότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προτέρως — πρότερος before adverbial πρότερος before masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… … Dictionary of Greek